Русско-новогреческий словарь

ЦЕИА

цеи||аж прям., перен ἡ τιμή, ἡ ἀξία: оптовая (розничная) ~ ἡ χοντρική (ή λιανική) τιμή· продажная ~ ἡ τιμή πωλήσεως· закупочные ~ы οἱ ἀγοραστικές τιμές· рыночная ~ ἡ τιμή τής ἀγορδς· покупать по твердым цеиам ἀγοράζω σύμφωνα μέ καθορισμένη (или σταθερή) τιμή· бросовая ~ ἡ ἐξευτελιστική τιμή· соотношение цеи οἱ συγκριτικές τιμές· колебание цен ἡ αὐξομείωση τών τιμών повышение цен ἡ ὕψωση τῶν τιμών снижение цен ἡ μείωση τών τιμών падать в ~е φτηναίνω, πέφτει ἡ τιμή μου· повышаться в ~е ἀκριβαίνω, Ανεβαίνει ἡ τιμή μου· набивать ~у разг ἀνεβάζω τήν τιμή· взвинчивать цены (παραφουσκώνω τίς τιμές· по сходной ~е σέ συ-γκαταβατική τιμή· любой ~ой μέ ὁποιοδήποτε μέσον, πάση θυσία· ~ой жизни μέ τή ζωή (μου)· этот товар в ~е τό ἐμπόρευμα στοιχίζει ἀκριβά· этому ~ы нет εἶναι ἀνεκτίμητο· этому грош ~ δέν ἀξίζει πεντάρα· ◊ набивать себе