Русско-новогреческий словарь

ФОРМИРОВАНИЕТЬ

формирование||тьнесов σχηματίζω, διαμορφώνω, διαπλάθω, συγκροτώ: ~ть правительство σχηματίζω κυβέρνηση· ~ть полк σχηματίζω (или συγκροτῶ)σύνταγμα ~ться σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, συγκροτοῦμαι.