Русско-новогреческий словарь

УСИУТЬ

усиу||тьсов 1. ἀποκοιμιέμαι, ἀποκοι-μοϋμαι: ребенок ~л τό μωρό ἀποκοιμήθηκε· 2. (о рыбе) νεκρώνομαι· ◊ ~ навеки, ~ вечным сном κοιμούμαι τόν αἰώνιο ὕπνο, ἀποθνήσκω.