Русско-новогреческий словарь

УДИВИТЕЛЬИО

удивительи||о1. нареч (чрезвычайно) ἐξαιρετικά, καταπληκτικά: она были ~ хороша ήταν ἐξαιρετικά ὅμορφη· это был ~ несимпатичный человек ήταν φοβερά ἀντιπαθητικός ἄνθρωπος· 2. предик безл εἶναι περίεργο/ εἶναι καταπληκτικό (восхитительный): это ~ εἶναι καταπληκτικό· мне ~, что я вас вижу здесь μοῦ φαίνεται περίεργο πού σας βλέπω ἐδώ· не ~ что... τίποτε τό παράξενο πού...