Русско-новогреческий словарь

СОХИУТЬ

сохи||утьнесов 1. ξεραίνομαι, ξηραίνομαι, στεγνώνω: белье ~ет τά ἀσπρόρ-ρουχα στεγνώνουν 2. черен, (чахнуть) разг λυώνω (άμετ.), μαραίνομαι, φθίνω.