Русско-новогреческий словарь

МЫСЛНМЫЙ

мыслнм||ый1. прич. νοητός, δυνατός· 2. прил (возможный) ἐνδεχόμενος, μπο-ρετός: ~ случай ἡ ἐνδεχομένη περίπτωση· ◊ ~ое ли это дело? разг εἶναι ποτέ δυνατό τέτοιο πράγμα;