Русско-новогреческий словарь

МАЛОМОЩИЫЙ

маломощи||ыйприл ὀλιγοδύναμος, μικρβς ἰσχύος / φτωχός (бедный): ~ое крестьянское хозяйство τό φτωχό ἀγροτικό νοικοκυριό· ~ двигатель κινητήρας μικράς ίσχύος.