Русско-новогреческий словарь

КАПИТАЛИЗМИСТИЧЕСКИЙ

капитализм||истическийприл κεφαλαιοκρα-τικός, καπιταλιστικός: ~истический строй τό κεφαλαιοκρατικό{ν} (или τό καπιταλι-στικό{ν}) καθεστώς· ~истическое общест· · во ἡ καπιταλιστική κοινωνία