Русско-новогреческий словарь

ВЗАИМОДЕЙСТВНЕ

взаимодейств||нес ἡ ἀλληλεπίδραση, ἡ σύμπραξη, ἡ συνεργασία, ὁ συντονισμός: ~ Двух сил ἡ ἀλληλεπίδραση δύο δυνάμεων· в тесном ~ии с... σέ στενή συνεργασία μέ..., σέ στενή σύμπραξη μέ...