Русско-новогреческий словарь

БОЛЬШИИСТВО

большииств||ос ἡ πλειοψηφία, ἡ πλει-ονότης, ἡ πλειονοψηφία: ~ голосов ἡ πλειοψηφία; абсолютное ~ ἡ ἀπόλυτη πλειοψηφία; в ~е случаев τίς περισσότερες φορές, ὡς ἐπί τό πλείστον.