Русско-греческий словарь (Сальнов)

РАБОТАТЪ

работатъ 1) δουλεύω, εργάζομαι* кем вы ~ете? τι δουλειά (или τι εργασία) κάνετε; 2) (о механизмах) λειτουργώ, δουλεύω· телефон не ~ет το τηλέφωνο δε λειτουργεί 3) (об учреждении) δουλεύω, είμαι ανοιχτός* магазин ~ет с 8-ми часов το κατάστημα είναι ανοιχτό από τις οκτώ το πρωί