Греческо-русский словарь

ΛΑΙΜΟΔΈΤΗΣ

λαιμοδέτης о см. γραβάτα λαιμ||ός ο 1) горло с, шея ж 2) πλ.: πονούν (или έχω) τα λαιμοδέτηςά μου у меня болит горло