Древнегреческо-русский словарь (Дворецкий)

ΞΕΝΗΛΑΤΕΩ

ξενηλατέω ξεν-ηλᾰτέω изгонять чужеземцев (ὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι Arph.; ἐκ πάσης τῆς Ἑλλάδος Polyb.)