Древнегреческо-русский словарь (Дворецкий)

ΘΡΙΨ

θρίψ gen. θρῑπός ὁ древоточец (ὁ θ. τὸ ξύλον, sc. λυμαίνεται Men.; οἱ θρῖπες ἐμφύονται τοῖς ἁπαλοῖς ξύλοις Plut.)